χηρεῦον

χηρεῦον
χηρεύω
to be without
pres part act masc voc sg
χηρεύω
to be without
pres part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χηρεύω — ΝΜΑ [χήρα] (αμτβ.) στερούμαι τον ή την σύζυγό μου λόγω θανάτου, είμαι χήρος ή χήρα (α. «χήρεψε πολύ νέος» β. «τοσοῡτον ἄν χρόνον χηρεύουσ ἠνείχετ ἐξὸν ἄλλῳ συνοικεῑν», Δημοσθ.) νεοελλ. (αμτβ.) μτφ. (για λειτούργημα, αξίωμα, θέση) παραμένω κενός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”